φυτώριο

φυτώριο
το / φυτώριον, ΝΜΑ, και φυτούριον ΜΑ
έκταση γης όπου μεταφυτεύονται τα νεαρά δενδρύλλια από το σπορείο ή φυτεύονται τα σπέρματα που μόλις έχουν βλαστήσει και δίνουν φυτάρια με ζωηρή ανάπτυξη τον πρώτο χρόνο και από όπου τα νεαρά φυτά παραλαμβάνονται για μόνιμη μεταφύτευση, κν. φυτίστρα
νεοελλ.
μτφ.
1. περιβάλλον που ευνοεί την ανάπτυξη κοινής ιδεολογίας ή μόρφωσης
2. ίδρυμα ή φορέας που συντελεί στην κατάρτιση και προετοιμασία τών νέων για μια επαγγελματική ή άλλη απασχόληση (α. «φυτώριο ειδικών στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές» β. «φυτώριο αθλητών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *φυτωρός < φυτόν + -ωρός (βλ. λ. ὁρῶ), πρβλ. πυλωρός: πυλώριον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φυτώριο — το 1. έκταση γης όπου σπέρνονται ή φυτεύονται και αναπτύσσονται φυτά τα οποία μεταφυτεύονται αλλού, η φυτίστρα. 2. μτφ., σχολή ή περιβάλλον όπου διαμορφώνεται κοινή ιδεολογία και μόρφωση ή όπου εκπαιδεύονται όσοι προορίζονται για ορισμένο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • μανταφούνι — το 1. μικρό αγκυλωτό και οξύ εργαλείο με το οποίο ανοίγονται οπές στο έδαφος για μεταφύτευση φυντανιών από φυτώριο ή για φύτευση βολβών ή σπόρων, ιδίως οσπρίων 2. ναυτ. στον πληθ. τα μανταφούνια λεπτά σχοινιά ραμμένα πάνω στα μεγάλα πανιά… …   Dictionary of Greek

  • μεταφυτεύω — και ματαφυτεύω (ΑΜ μεταφυτεύω, Μ και ματαφυτεύω) (γενικά) αποσπώ ένα φυτό από τη θέση του και το φυτεύω σε άλλη θέση νεοελλ. 1. (ειδικά) φυτεύω φυτάριο από το φυτώριο στον αγρό 2. μτφ. μεταφέρω και μεταδίδω ιδέες, έθιμα ή μεθόδους από έναν τόπο… …   Dictionary of Greek

  • μόσχευμα — Κάθε τμήμα βλαστού, ρίζας, φύλλων ή ακόμα και πέταλα, που, όταν κοπούν από το μητρικό φυτό και βρεθούν κάτω από ειδικές συνθήκες, έχουν την ικανότητα να αναπαράγουν το φυτό από το οποίο προέρχονται. Η μέθοδος του πολλαπλασιασμού με μ.… …   Dictionary of Greek

  • νεοφυτείον — νεοφυτεῑον, τὸ (Α) [νεόφυτος] νέο φυτώριο …   Dictionary of Greek

  • σεμινάριο — Ονομασία εκκλησιαστικών σχολών του 16ου αι. στη Δυτική Ευρώπη. Τα σ. προπαρασκεύαζαν τους μελλοντικούς κληρικούς. Σχολεία του είδους υπήρχαν και πριν, αλλά τα σ. ήταν περισσότερο συγκροτημένα και είχαν δασκάλους τους μορφωμένους θεολόγους. Τέτοια …   Dictionary of Greek

  • σπερμοβόλημα — το, Μ [σπερμοβολῶ] φυτώριο …   Dictionary of Greek

  • σπορά — Η γεωργική εργασία της τοποθέτησης του σπόρου στο οργωμένο έδαφος. Παλιότερα γινόταν με το χέρι και, ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας, οι σπόροι ή διασκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις ή τοποθετούνταν σε αυλακιές. Σήμερα, εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • τεΐα — (thea). Γένος φυτών της οικογένειας των τερνστραμειοειδών, που αριθμεί είδη θάμνων της Ινδίας και της Κίνας. Το αξιολογότερο φυτό του γένους είναι η καμέλια η σινική (thea sinensis), θάμνος που φτάνει τα 10 μ. ύψος αλλά οι καλλιεργητές του δεν το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”